γλαυκώδεις

γλαυκώδεις
γλαυκώδης
of the owl kind
masc/fem acc pl
γλαυκώδης
of the owl kind
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλαυκώδης — ες (Α γλαυκώδης, ες) νεοελλ. αυτός που έχει χρώμα γλαυκό ή προς το γλαυκό αρχ. φρ. «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» πτηνά τα οποία ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γλαύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυξ, με την αρχαία σημ. και < γλαυκός, με τη νεοελλ. σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”